- πορπακίζομαι
- Α [πόρπαξ, -ακος]1. πιάνω την ασπίδα από τον πόρπακα, από τη λαβή, είμαι έτοιμος για μάχη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πορπακισάμενος — πορπακίζομαι grasp aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)